- δωδεκάδρομος
- δωδεκᾰδρομος1 rounding twelve times the course
τεθρίππων δυωδεκαδρόμων O. 2.50
[δωδεκάδρομον τέμενος (v. 1. δ(υ)ωδεκαδρόμων· δώδεκ' ἂν δρόμων Thiersch) P. 5.33]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τεθρίππων δυωδεκαδρόμων O. 2.50
[δωδεκάδρομον τέμενος (v. 1. δ(υ)ωδεκαδρόμων· δώδεκ' ἂν δρόμων Thiersch) P. 5.33]Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δωδεκαδρόμων — δωδεκάδρομος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)